- ζωοθηρικός
- ζωο-θηρικός, ή, όν, ([etym.] ζῳο-)A of or for ζῳοθηρία, ib.221b: ἡ -κή (sc. τέχνη) ζῳοθηρία, ib.220a, 222a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωοθηρικός — ζῳοθηρικός, ή, όν (Α) [ζωοθηρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοθηρία, ο κατάλληλος για τη ζωοθηρία 2. το θηλ. ως ουσ. η ζῳοθηρική (ενν. τέχνη) η ζωοθηρία … Dictionary of Greek
ζωοθηρικόν — ζωοθηρικός of masc acc sg ζωοθηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικόν — ζῳοθηρικός masc acc sg ζῳοθηρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικοῦ — ζῳοθηρικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικῆς — ζῳοθηρικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικήν — ζῳοθηρικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)